- τετλάμεναι
- τέτλαθι, τετλαίην, τετλάμεν, τετλάμεναι, τετληώς: see τλῆναι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
τετλάμεναι — τλάω suffer perf inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)